οριζοντιώνομαι

οριζοντιώνομαι
οριζοντιώνομαι, οριζοντιώθηκα, οριζοντιωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οριζοντιώνω — 1. τοποθετώ οριζοντίως 2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα 3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οριζοντιώνω — οριζοντίωσα, οριζοντιώθηκα, οριζοντιωμένος 1. τοποθετώ κάτι σε θέση οριζόντια. 2. μτφ., ξαπλώνω κάποιον κάτω, σκοτώνω. 3. μέσ., οριζοντιώνομαι ξαπλώνομαι από αρρώστια, μένω στο κρεβάτι: Κρύωσε και οριζοντιώθηκε για πολλές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”